Σελίδες


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΟΠΥΛΟΣ ΕΝΑΣ ..."ΤΡΥΦΕΡΟΣ ΓΚΡΙΝΙΑΡΗΣ"

Διονύσης Παπαγιαννόπουλος

Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (1912-1984)
Μικρός δεν είχε ιδέα από θέατρο. Στο χωριό του, το Διακοφτό, ερχόταν μόνο ο Καραγκιόζης, τον οποίο δεν έχανε ποτέ.
Στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, στο Αίγιο, συμμετείχε σε μια θεατρική παραστάση κι όλοι μετά του έλεγαν μπράβο. Τότε συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως μάλλον είχε ένα ιδιαίτερο ταλέντο στην ηθοποιία.
Μετά το Γυμνάσιο, επέστρεψε στο χωριό του, αλλά η μητέρα του δεν τον άφηνε να σπουδάσει. Έγραψε λοιπόν σε ένα φίλο του στην Αθήνα να του στείλει στο χωριό διάφορα θεατρικά έργα. Εκείνος του έστειλε το “Κόκκινο πουκάμισο” του Μελά, τον “Αγαπητικό της Βοσκοπούλας” και διάφορα άλλα κι άρχισε μόνος του να διοργανώνει παραστάσεις. Μάζευε φίλους του, τους δίδασκε πώς να παίξουν, έφτιαξε τη σκηνή και τα σκηνικά -χωρίς να έχει δει ποτέ του πραγματικό σκηνικό- και για να μη συναντήσει αντιδράσεις, έδινε τις εισπράξεις στην εκκλησία. Μετά το τέλος των παραστάσεων, το είχε αποφασίσει πλέον να γίνει ηθοποιός αλλά είπε στη μητέρα του πως θέλει να σπουδάσει δάσκαλος, γιατί μόνο έτσι θα τον άφηνε να φύγει. Έτσι πάει στην Αθήνα και γράφεται στη Σχολή του Εθνικού.
Το πρώτο καλοκαίρι που επέστρεψε στο χωριό ως “υποψήφιος δημοδιδάσκαλος” του έκαναν και προξενιό! Ένας μακρινός του μπάρμπας του πρότεινε να παντρευτεί ένα καλό κορίτσι, μόλις βέβαια έπαιρνε το πτυχίο του δασκάλου. Του πρόσφερε μάλιστα και “προγαμιαία δωρεά”, εκατό χιλιάδες δραχμές, την οποία δε δέχτηκε κι ας μην είχε φράγκο στην τσέπη.
Τον επόμενο χρόνο τελειώνει τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ο Βεάκης στέλνει στη μητέρα του συγχαρητήριο τηλεγράφημα “δι’ επιτυχία υιού σας”! Από τη χαρά της η μάνα του, που έρχεται το παιδί της δάσκαλος, κέρασε τον γραμματοκομιστή ένα πακέτο τσιγάρα. Φωνάζει και τον ηλικιωμένο δημοδιδάσκαλο του χωριού και του λέει τα νέα. “Δόξασοι ο Θεός” λέει εκείνος. “Να έρθει το παιδί, εγώ κουράστηκα”. Δε διάβασε όμως ο ίδιος το γράμμα να καταλάβει τι είχε συμβεί. Αργότερα η μητέρα του πήγε στο Αίγιο και έδειξε όλο χαρά το γράμμα σε μια ξαδέλφη της και της είπε, για κοίτα εδώ, πρώτος τελείωσε ο γιος μου, δάσκαλος! Τι δάσκαλος, λέει αυτή, εδώ γράφει πως έγινε ηθοποιός! Η μάνα του τρελάθηκε. Τον αποκήρυξε η οικογένεια κι ο μπάρμπας βέβαια πήρε πίσω το προξενιό. “Δε τη σφάζω καλύτερα”, είπε “που θα τη δώσω σε θεατρίνο!”
Όταν όμως έπαιξε τον πρώτο του σημαντικό ρόλο στα “Δημιουργηθέντα Συμφέροντα” στο Εθνικό και του έγραψαν καλή κριτική στην εφημερίδα, όλα άλλαξαν. Γιατί στη διπλανή στήλη απ’ την

κριτική υπήρχε ένα άρθρο για τον υπουργό των οικονομικών, τον Μιχαλακόπουλο, ο οποίος ήταν απ’ τα άνω χωριά του Διακοφτού, και όλοι τον είχαν ίνδαλμα. Όταν είδαν λοιπόν το όνομά του δίπλα στο όνομα του Μιχαλακόπουλου και διαβάζοντας πως παίζει στο Βασιλικό Θέατρο, άρα στο θέατρο του Βασιλιά, τότε μόνο αποδέχτηκαν την απόφασή του, τόσο η οικογένεια όσο και το υπόλοιπο χωριό.

για τα πόδια της Λαμπέτη

Μια άλλη σημαντική παράσταση στην οποία πήρε μέρος ήταν “Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο” με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, που ήταν η πρώτη θεατρική συμμετοχή της Έλλης Λαμπέτη. Ο Παπαγιαννόπουλος έκανε ένα ξυλοκόπο που βρίσκει στο δάσος -μαζί με τον Δημήτρη Μυράτ- τη Λαμπέτη λιπόθυμη. Την έπαιρνε ο Μυράτ στην αγκαλιά του, την έφερνε μπροστά στη σκηνή και την ξάπλωνε στο ντιβάνι. Με το ένα χέρι την έπιανε κάτω από τη μασχάλη και με το άλλο στα πόδια. Και τα πόδια της Λαμπέτη ήταν τόσο ωραία… Μετά από λίγες μέρες, ο Μυράτ του είπε πως επειδή είχε τα νεφρά του δεν μπορούσε να σηκώνει άλλο τη Λαμπέτη και γι’ αυτό του ζήτησε να τη σηκώνει εκείνος. Ευχαρίστως! απάντησε ο Παπαγιαννόπουλος. Έπαιρνε λοιπόν στα χέρια του τη Λαμπέτη, αλλά φτάνοντας στον καναπέ, δεν ήθελε να την αφήσει. Ο Μυράτ τον σκουντούσε, προχώρα του έλεγε, κι αυτό γινόταν όσο συνεχίζονταν οι παραστάσεις. Κάποια φορά όμως ο Μυράτ του είπε: “Ξέρεις, έγινα καλά, μπορώ να τη σηκώνω εγώ”. “Όχι! του απάντησε ο Παπαγιαννόπουλος. Θέλεις να σηκώσεις τη Λαμπέτη και να ξανακυλήσεις; Μια και το συνηθίσαμε, έτσι θα γίνεται”. Και τέλειωσαν οι παραστάσεις έτσι.

το ξύλο βγάζει δόντι

Στην ταινία “Το Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο” ο Σακελλάριος είχε πρόβλημα στη σκηνή με τα χαστούκια που δεν του έβγαιναν πιστευτά. Ούτε ο Ορέστης Μακρής, ούτε ο Τσαγανέας, ούτε ο Γαβριηλίδης μπορούσαν να δώσουν χαστούκι σωστά και με δύναμη. Οπότε μπαίνει ο Παπαγιαννόπουλος και λέει του Σακελλάριου. Φέρε μία να της δώσω εγώ χαστούκι και φραπ! το πέτυχε με την πρώτη. Δόξασοι ο Θεός, λέει ο Σακελλάριος και γυρνάει προς τα 300 περίπου κορίτσια που συμμετείχαν στην ταινία: “Ποια θέλει να είναι η επόμενη;” Μέχρι τότε όλες ήθελαν για να κερδίσουν το γκρο πλαν, μετά όμως το χαστούκι του Παπαγιαννόπουλου, μόνο μία προσφέρθηκε. Φραπ! δίνει μία ο Παπαγιαννόπουλος και της βγάζει ένα δόντι. Α, δεν πειράζει, είπε η κοπέλα, ήταν χαλασμένο και θα πήγαινα στον οδοντίατρο να το βγάλω.


ώρα για ύπνο

Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος πήρε μέρος σε 136 ταινίες. Επειδή στην πλειοψηφία τους οι ταινίες γυρίζονταν το καλοκαίρι, κάποιες φορές γύριζε αρκετές -μέχρι και έξι- ταινίες συγχρόνως. Αμέσως μετά τη λήξη της παράστασης έφευγε για το στούντιο ή -όταν είχε εξωτερικές σκηνές- για γειτονικά επαρχιακά μέρη και γύριζε ταινίες μέχρι την άλλη μέρα που άρχιζαν οι παραστάσεις. Από το σπίτι περνούσε μόνο για να πλυθεί και να ξυριστεί. Κοιμόταν σε μία καρέκλα στα παρασκήνια, 

περιμένοντας πότε θα έρθει η ώρα του να βγει στη σκηνή. Ο φροντιστής τον ξυπνούσε και του έλεγε ποια ήταν η ατάκα που μόλις είχε πει ο συμπρωταγωνιστής του. Μια φορά μάλιστα, παίζοντας με τον Σταυρίδη και την Βέμπο, κοιμήθηκε όρθιος στη σκηνή και κόντεψε να πέσει κάτω. Τον κράτησε όρθιο ο Σταυρίδης κι ο Παπαγιαννόπουλος ξυπνώντας του λέει “τι λέμε;” κι ο Σταυρίδης του απαντάει “Τι να πούμε; τώρα κοιμόμαστε!”
Το να κοιμάται όρθιος δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τον Παπαγιαννόπουλο. Την είχε αυτή τη συνήθεια από τον πόλεμο της Αλβανίας. Εκεί στις ατέλειωτες νυχτερινές πορείες, έπιανε ένα μουλάρι από πίσω, του κρατούσε την ουρά και κοιμόταν ενώ περπατούσε.

οι πληροφορίες αντλήθηκαν από συνέντευξη που έδωσε ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στον Φρέντυ Γερμανό
 ΟΙ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ