Σελίδες


Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Η Τρούμπα του Πειραιά - αμαρτωλή ιστορία

Η Τρούμπα πήρε το όνομά της από την τρόμπα – αντλία- που ήταν τοποθετημένη από το 1860 σε πηγάδι, στην περιοχή αυτή, στην αρχή της οδού Αιγέως, σημερινής 2ας Μεραρχίας, από το οποίο έπαιρναν νερό τα πλοία.
Τα κακόφημα σπίτια – οίκοι ανοχής - άρχισαν να εγκαθίστανται εκεί μετά την Κατοχή. Πριν από αυτήν υπήρχαν διάφορα κέντρα διασκέδασης, μεταξύ των οποίων και τεκέδες. Όμως έκλεισαν τα Βούρλα, και γρήγορα έγιναν πάρα πολλά, μιας και το περιβάλλον προσφερόταν, στο μεγάλο τετράγωνο που περικλειόταν από την Ακτή Μιαούλη, τη Φιλελλήνων, την Κολοκοτρώνη και τη Σωτήρος Διος. Επίκεντρο οι δρόμοι Φίλωνος και Νοταρά. Δεκάδες κόκκινα φανάρια, και εκατοντάδες ονόματα Τζένη, Λιάνα, Μαίρη, Πίτσα, Κίτσα κλπ, όλα ψεύτικα βέβαια.
Μια πολύ ανάγλυφη εικόνα μας δίνει ακόμα και σήμερα η ταινία « Κόκκινα Φανάρια».
Στα 1960-65 ή Τρούμπα ήταν στις…. δόξες της. Πάρα πολλοί οι οίκοι ανοχής, κι ανάμεσά τους τα καμπαρέ, με επικεφαλής τα « Τζων Μπουλ», « Μπλακ Κατ», και τα άλλα παρόμοια κέντρα. Με στριπ τηζ και άλλα νούμερα, που προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν και τα πιο δύσκολα γούστα.
"Εδώ μένουν οικογένειες" Στρηπτιζέζ του 1965 από την "ΑΘΗΝΑΪΚΗ"
Κι όπως σημειώνει στην καθημερινή εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΪΚΗ» τον Οκτώβρη του 1965 ο συντάκτης της κ. Σταύρος Μαρμαρινός, «η ζήτηση στρηπτιζέζ είναι μεγάλη», κυρίως για κείνες που κάνουν εντυπωσιακά νούμερα.
Ανάμεσα σ όλα αυτά και μερικές οικογένειες, - εκεί είχαν τα σπίτια τους που να πάνε;-, που για να μην ενοχλούνται είχαν βάλει πινακίδες όπως αυτή: ΕΔΩ ΜΕΝΟΥΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ».
Τις ιερόδουλες έδιωξε το 1968 ο τότε δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης.
Ο ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΡΟΥΜΠΑ
Για τον προπολεμικό Πειραιά και το ρεμπέτικο, ο ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης, γράφει στα απομνημονεύματά - όπως τα παρέδωσε στον Κώστα Χατζηδουλή:
«Ο Πειραιάς πριν μισό αιώνα με τα καταγώγια, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα «καφέ-σαντάν» του.


Ο Πειραιάς με τους νταήδες του, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών. Ο Πειραιάς προ 57 χρόνια όπως τον έζησα εγώ, τότε ήμουν 11 χρονών και τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Τότε και πριν έλθουν οι πρόσφυγες ήταν μικρός. Θυμάμαι το 1917 όπου ήμουν πρόσκοπος στην ομάδα του Λελούδα με έναν συμμαθητή μου που τώρα είναι δικηγόρος, επίσης και ο αδερφός του δικηγόρος είναι. Και όταν ερχότανε απ' τη Θεσσαλονίκη το "Λαφαγιέτ", το πλοίο νοσοκομείο (γαλλικό ήτανε) στου Ξαβέριου και έφερνε Έλληνες στρατιώτες τραυματίες από τις μάχες του Σκρα και τους κερνούσαμε και μετά τους πήγαιναν στο Χατζηκυριάκειον που ήτανε νοσοκομείο τότε. Εκεί μπροστά στου Ξαβέριου ήταν αραγμένα πολεμικά καράβια γαλλικά , ιταλικά, αγγλικά και ελληνικά. Και σαν δεν είχαμε δουλειά πηγαίναμε παρέες και κολυμπάγαμε και λέγαμε στους Γάλλους "μουσχιού ντόνε μουά λεπέν" ή "ντόνε μουά νεσού". Δηλαδή, "κύριε δω μας ψωμί" ή "δω μας μια δεκάρα". Κι αυτοί μας έλεγαν "μαργαρήτ...".
Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος. Από την μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μας μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλαο, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες το δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσιο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Πειραιά μες τα λυσσασμένα τσακάλια. Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Πειραιάς! Από την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενον. Ο Μαρούδας και ο Γαλιγάλης, οι μάγκες είχανε συνθέσει και στίχους για τους μόρτες καταδότες και ας μην τους ήξεραν και το τραγουδούσαν παίζοντας το μπουζούκι τους.
»Ο Πειραιάς τότε είχε και έφιππη χωροφυλακή. Χαμαιτυπεία είχε μόνο στα Βούρλα που τώρα είναι φυλακές. Εκεί οι γυναίκες δεν βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ' όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι! Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια οι γυναίκες αλλά όσοι εγκληματούσαν για την γυναίκα, αυτή ήταν υποχρεωμένη μέχρι να βγει απ' την φυλακή να τον συντηρεί. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, θα σκοτωνότανε απ' τους φίλους του. Αλλά και όταν έβγαινε, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί. απαραίτητος κανών!!! Για τον σκυλόμαγκα ο άγραπτος νόμος είναι σκληρός! Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Ντρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικο κ.λ.π. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι για ταγκό κ.λ.π. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειρά τους βιολιά. Αυτή την διαρρύθμιση είχαν όλα τα καφωδεία της Τρούμπας. Οι φόνοι εκεί γινόντουσαν συχνότατα. Αφού του έτρωγε τα λεπτά του και τον έκανε στούπα, του έλεγε να την περιμένει απέξω! Και η αρτίστα έβγαινε αγκαζέ με τον ντερβίση της, αλλά και ο άλλος ο επαρχιώτης άγριος, και το ψυχικό γινότανε...
Επίσης και τα παιχνίδια ήταν πάμπολλα (λέσχες). Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι, μπράβοι, αβανταδόροι, μούτρα, να πουν αμέσως φυλακή σε ένα γνέμα! Φόνοι πιο πολλοί στα παιχνίδια γιατί έχανες τα λεπτά σου, ίσως και ξένα που στα είχαν εμπιστευθεί να τους ψωνίσεις κάτι πράγματα. Και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι και ... όσο για μάγκες, δηλαδή ρεμπέτες, κάθε συνοικία είχε τους δικούς της. Αν ακουγότανε κανένας ρεμπέτης καλός με πράξεις σωστές ρεμπέτικες, δηλαδή παλικαρίσιες εξηγήσεις, τότε ακουγότανε και στον Πειραιά, δηλαδή στην καρδιά του Πειραιά. Στα παιχνίδια που είχαν οι νταήδες ανεγνωρισμένοι... Έσπαγε τα δεσμά της συνοικίας του και από μαχαλόμαγκας αφανής –ενός μαχαλά -γινότανε διεθνής. Αναγνωριζότανε από όλες τις συνοικίες, αλλά πως;
Έπρεπε με έργα και όχι με λόγια, να μαλώσει, να μαχαιρώσει, να μπιστολίσει, να τραυματίσει καλόν νταή ανεγνωρισμένον, ασχέτως εάν δεν πήγε στην φυλακή. Μηνύσεις δεν γινόντουσαν, θα καθαρίζανε στον δεύτερο γύρο που θα έβγαινε ο χτυπημένος απ' το νοσοκομείο...
Η αστυνομία το μάθαινε και ερχότανε να σου πάρει κατάθεση και εσύ τους έλεγες ότι έπεσες από ένα μικρό γκρεμό και σου μπήκαν κάτι σίδερα στην κοιλιά... και σου έλεγε μακάρι μόλις βγεις να σου μπούνε κι άλλα να ησυχάσουμε από εσάς τα τομάρια...Αν όμως έκανες μήνυση κατέρρεες αυτομάτως και όλοι οι μάγκες είχαν να κάνουν με σένα και να σε ξεφτιλίζουν...Τέτοια γινόντουσαν που και που, μάλλον από γερασμένους νταήδες και από φιγουρατζήδες ρεμπέτες...
Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τους μαγκίτες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο - φυλακή. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι. Παιδιά κάτω των 20 χρόνων και ανώμαλοι απαγορευότανε η είσοδος δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσάς! Εδώ το νταραβέρι είναι του τάδε και συχνάζει όλο το σκυλολόι».
Να σημειώσουμε εδώ ότι η ιστορία μιας περιοχής γράφεται κυρίως από τέτοιες αφηγήσεις.
Το 1925 είχαν ξεσπάσει δύο μεγάλες πυρκαγιές στον Πειραιά στις 19-7-1925 στο σύμπλεγμα αποθηκών της Αμερικάνικης περίθαλψης στην Ηετιωνία ακτή, και στις 18-9-1925 στο Τελωνείο στην Τρούμπα.
Πολλοί από τους μεγάλους ρεμπέτες δούλεψαν στην Τρούμπα. Μεταξύ αυτών:
=== Στα 1949- 50 ο Μάρκος Βαμβακάρης δούλεψε στην Τρούμπα σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, στου Λινάρη.
=== Μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο ο Μιχάλης Γενίτσαρης ανέλαβε ένα μαγαζί στην Τρούμπα. Μαζί του ήταν ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης, ώσπου μία φασαρία με έναν Εγγλέζο στάθηκε η αφορμή να του το κλείσει η αστυνομία.
=== Ο Τάκης Μπίνης είχε παλιό όνειρο την Τρούμπα. Αφηγείται σχετικά:
« Τέλειωσα τη δευτέρα Γυμνασίου με άριστα, το ίδιο και στην Τρίτη και άκουγα κάπου - κάπου που συζητούσαν η μάνα κι ο πατέρας μου για το μέλλον μου. Ο ένας έλεγε πως θα γινόμουν δικηγόρος, ο άλλος ήθελε να γίνω αξιωματικός κι εγώ έλεγα από μέσα μου, «κούνια που σας κούναγε, σε λίγο θα με χάσετε και από την Τούμπα, θα είμαι μπουζουξής μες στη μαγκιά, στην Τρούμπα του Πειραιά».
Ο Τάκης Μπίνης από τη Θεσσαλονίκη, έκανε το όνειρό του πραγματικότητα στην κατοχή. Συνελήφθη για αντιστασιακή δράση αλλά δραπέτευσε και ύστερα από πολύμηνη περιπλάνηση στα βουνά έφτασε με τα πόδια στη Χαλκίδα και από κει στον Πειραιά το 1944 , και δούλεψε στην Τρούμπα σαν μπουζουκτσής.
=== Ο λαϊκός συνθέτης κιθαρίστας και τραγουδιστής Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης δούλεψε στο «Καρρέ του Aσσου» στην Τρούμπα , που το 'χε ο Ηλίας Νοταράς. Και πολλοί άλλοι.
Γι αυτή τη συνοικία γράφτηκαν πολλά τραγούδια όπως το «Χρόνια μες στην Τρούμπα» του Μάρκου Βαμβακάρη:
Χρόνια στον Περαία (Τρούμπα)
μαγκίτης κι αλανιάρης
ρώτησε να μάθεις
κι ύστερα να με πάρεις
Είμαι παιδάκι έξυπνο
παίζω και μπουζουκάκι
οι φίλοι με προσέχουνε
γιατί 'μαι Συριανάκι
Στην πιάτσα που μεγάλωσα
όλοι μ' έχουν θαυμάξει
γιατί 'μαι μάγκας κι έξυπνος
και σόλα μου εντάξει
Οι μάγκες με προσέχουνε
κι όλοι με λογαριάζουν
όταν με βλέπουν κι έρχομαι
μαζί μου νταλκαδιάζουν
Και το ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΤΡΟΥΜΠΑ του Γιώργου Μητσάκη:
«Ήταν Κατοχή,
κι έπεφτε βροχή,
ήτανε βαθύ σκοτάδι
στη Τρούμπα κάθε βράδι.

Κι εμείς για ντου πηγαίναμε,
σαλτάραμε και κλέβαμε,
παρέα ήτανε με μας
κι ο μπουκαδόρος ο Κοσμάς.

Ήταν Κατοχή,
πείνα και βροχή.

Είμασταν παιδιά,
κι είχαμε καρδιά,
ο Κεφάλας κι ο Μαρίνος
παρέα μας κι εκείνος.

Μια νύχτα τον Τζιμίνσκουλα
τον φάγανε για ψίχουλα,
και τον βαρκάρη το Θωμά
που έπαιζε τον μπαγλαμά.

Ήταν Κατοχή,
πείνα και βροχή».

Εκεί γύρω από την Τρούμπα ήταν πάντα τα γραφεία ναυτικών εταιριών και εργασιών, συμβάσεων και άλλων, που διακινούσαν τα περιπλανώμενα νιάτα σε καράβια, εργοστάσια, οικοδομές, σπίτια ή και σε αγροτικές δουλειές. Πελατεία για τους κάθε είδους…επαγγελματίες της περιοχής ανάλογη με τα χρόνια.
Εκεί ήταν και το Τμήμα Μεταγωγών. Αλλά πιο πάνω και το Δεύτερο Γυμνάσιο. Οπου δίδασκε Γαλλικά η κα Αρχοντάκη. Μία σωματώδης γυναίκα της οποίας ο άντρας ήταν αστυνομικός διευθυντής Πειραιά και η οποία όταν δεν δίδασκε έφερνε βόλτα την Τρούμπα και μάζευε, σαν το «μεικτό» των στρατιωτών, τους μαθητές της. Σε όσους δεν είχαν πάρε-δώσε με την Τρούμπα ήταν ιδιαιτέρως αγαπητή. Διέθετε ένα μοναδικό κράμα καλοσύνης και αγάπης προς τους μαθητές της, συγχρόνως με μία απίστευτη σκληρότητα σ όσους πήγαιναν στους οίκους ανοχής (τους πλάκωνε κυριολεκτικά στο ξύλο και μιλάμε για μαθητές που ήταν 1. 85 και 22 χρονών αφού ήταν σύνηθες φαινόμενο κάποιος να διακόπτει το σχολείο, να πηγαίνει να μπαρκάρει και μετά από μερικά χρόνια να το ξαναπιάνει) γεγονός που την είχε κάνει φόβο και τρόμο της Τρούμπας. Αν κανείς, μικρός σε ηλικία, εμφανιζόταν εκεί τον ρωτούσαν "Σε ποιό γυμνάσιο πας ;". Αν έλεγε "δεύτερο" όλες οι πόρτες έκλειναν», λέει ο αφηγητής μας.
Στην Τρούμπα γυρίστηκαν διάφορες ταινίες όπως « Κόκκινα φανάρια» (1962), «Ποτέ την Κυριακή», «Λόλα» (1964), "Στέλλα", «Σκότωσα για το παιδί μου με την Ελένη Χατζηαργύρη, Κώστα Κακκαβά (1962), «Καλώς ήλθε το δολάριο», «Τρούμπα 67 ή Αμαρτωλές γυναίκες στην Τρούμπα», και άλλες
Στην Τρούμπα λειτουργούσαν οι κινηματογράφοι ΗΛΥΣΙΑ (2ας Μεραρχίας6), ΦΩΣ (2ας Μεραρχίας 4) και ΟΛΥΜΠΙΚ, Φίλωνος 68 - συνεχίζει και σήμερα 2009. Που έπαιζαν φυσικά τολμηρές ταινίες.
Ο π. Φιλόθεος Φάρος που μεγάλωσε στην Τρούμπα γράφει στο βιβλίο του «Η αλλοίωση του Χριστιανικού ήθους»: «Οι πόρνες και οι χασικλήδες της Τρούμπας δεν εστηρίζοντο στην δική τους δικαιοσύνη, όπως οι καθώς πρέπει ευσεβείς και γι’ αυτό όχι μόνον δεν είχαν έπαρση αλλά είχαν και μια αυθόρμητη ταπείνωση. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να αποκρύπτουν τη κατάντια τους. Δεν κάλυπταν την παλιανθρωπιά τους με μια μάσκα υποκριτικής ευπρέπειας. Δεν έκρυβαν την οργή τους με ανατριχιαστικά ευγενικά χαμόγελα, και είχαν μια γνήσια πίστη στην δύναμη και στην αγάπη του Θεού, γιατί αν και ομολογούσαν την κατάντια τους, δεν σταματούσαν να ζητούν και να ελπίζουν χωρίς μεγαλορρημοσύνες στο έλεός του».
2006 Δεκέμβριος: Νοταρά και Σκουζέ, πολυκατοικίες έγιναν, πολλά κλειστά μπαρ παραμένουν.
 

1986: ΚΕΣΑΤΙΑ ΣΤΑ ΚΑΜΠΑΡΕ ΤΗΣ ΤΡΟΥΜΠΑΣ

Κάτω από αυτές τις συνθήκες πέρασε η εικοσαετία 1945-1965 που ανέδειξε την Τρούμπα σε κέντρο του αγοραίου έρωτα και της κάθε είδους διασκέδασης, που ομολογουμένως εξελίχθηκαν ταχύτατα. Ωσπου φθάσαμε στο 1968 που «τα σπίτια» έκλεισαν. Όλα έχουν ένα τέλος.
Από κει και μετά η περιοχή έψαξε να βρει τη νέα της φυσιογνωμία. Μπορεί να έκλεισαν τα σπίτια, όμως τα διάφορα κέντρα διασκέδασης, καμπαρέ κλπ έμειναν.
Στα 1986 ο χρονογράφος της εποχής σημειώνει:
«Κεσάτια» και μάλιστα μεγάλα περνάνε τα καμπαρέ και τα μπαρ που βρίσκονται στον κεντρικό Πειραιά και ιδίως στο λιμάνι, για τη διασκέδαση κυρίως Ελλήνων και αλλοδαπών ναυτικών.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει αναγκάσει ακόμα και τους ναυτικούς να μην «σκορπάνε» όπως σε παλιότε­ρες εποχές τα λεφτά τους και να τα «μετράνε» όταν διασκε­δάζουν.
Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής και της οικονομικής κρίσης γενικότερα ήταν να κλείσουν πρόσφατα εννιά καμπαρέ, στην περιοχή της Τρούμπας.
Από τα 24 καμπαρέ που λει­τουργούσαν μέχρι τις αρχές του 1985, τώρα λειτουργούν μόνο 15. Και να σκεφτεί κα­νείς, ότι οι τιμές τους σε σχέ­ση με τα καμπαρέ της Αθήνας είναι πάμφθηνες. Στα καμπα­ρέ του Πειραιά η τιμή της σαμπάνιας κυμαίνεται μεταξύ 5.000 ως 7.000 δρχ., αντίθετα με των Αθηνών, που είναι δι­πλάσια.
«Δύσκολες εποχές» λοιπόν, για τη νυχτερινή ζωή του Πει­ραϊκού λιμανιού. Η «δυσκο­λία» αυτή αποδεικνύεται και από το καθημερινό αστυνομι­κό δελτίο, που εδώ και πολ­λούς μήνες είναι σχεδόν λευ­κό...
Παλιότερα με τους εκατο­ντάδες ναυτικούς κάθε βράδυ «να τα σπάνε» στα καμπαρέ και πάνω στο μεθύσι τους να κάνουν (όχι πολλοί βέβαια) καβγάδες, η Αστυνομία και τα δικαστήρια του Πειραιά είχαν «φουλ» δουλειά σε καθημερινή βάση! Δεν υπήρχε βραδιά που να μην γίνει επεισόδιο στην Τρούμπα.
Τώρα, όμως, οι καιροί άλλα­ξαν και αυτοί που πηγαίνουν για ψυχαγωγία στα καμπαρέ δεν ...σπάνε τραπέζια και κα­ρέκλες, για τα «μάτια» των «κοριτσιών».
Τα «κορίτσια», οι «καλλιτέ­χνιδες» δηλαδή που μας έρχο­νται από τον Άγιο Δομίνικο και το Ελ Σαλβαδόρ. Για τις Φιλιππινέζες και τις Ταϋλανδέζες η πόρτα των πειραϊκών καμπαρέ έχει κλείσει, τα δύο τελευταία χρόνια.
Μπαλέτα
Οι «καλλιτέχνιδες» έρχο­νται σαν «μπαλέτα», με την μεσολάβηση διαφόρων γραφείων. Μένουν σε ξενοδοχεία του Νέου Φαλήρου και μετακι­νούνται κάθε βράδυ με πούλμαν. Το δρομολόγιο «ξενοδο­χείο - καμπαρέ - ξενοδοχείο» γίνεται κάθε βράδυ μεταξύ 8μμ και 2 μετά τα μεσάνυχτα. Το Σαββατοκύριακο τα καμπα­ρέ κλείνουν στις 3 μετά τα μεσάνυχτα. Οι «καλλιτέχνι­δες» μετά το... δρομολόγιο, είναι ελεύθερες...
Στην χώρα μας οι «καλλιτέχνιδες» έχουν άδεια παραμο­νής για έξι μήνες. Τα καλλιτεχνικά γραφεία, μετά τους έξι μήνες, τις πηγαίνουν για ένα τρίμηνο στην Κύπρο ή στην Ιταλία και στη συνέχεια τις ξαναφέρνουν στην Ελλάδα.
Τη στιγμή αυτή σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Κέ­ντρου Αλλοδαπών Πειραιά -στα καμπαρέ της Τρούμπας εργάζονται 130 γυναίκες από το Ελ Σαλβαδόρ και τον Άγιο Δομίνικο.
Στον κεντρικό Πειραιά εκτός από τα 15 καμπαρέ, λει­τουργούν και 22 μπαρ. Τα μπαρ δεν προσφέρουν πρό­γραμμα, παρά μόνο μουσική από στέρεο.
Στις «καλλιτέχνιδες» δίνε­ται άδεια παραμονής για 6 μήνες με την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται να στραφούν στην «πορνεία». Σε περί­πτωση που συλληφθούν για τέτοιο παράπτωμα αμέσως απελαύνονται.
Παλιότερα δεκάδες Φιλιππινέζες και Ταϋλανδέζες είχαν συλληφθεί για πορνεία, αλλά και αρκετοί «διευθυντές» γραφείων είχαν κατηγορηθεί για «σωματεμπορία».
Τα δύο τελευταία χρόνια, οι περιπτώσεις γυναικών από το Ελ Σαλβαδόρ και τον Άγιο Δομίνικο, που πιάστηκαν για «πορνεία» είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Μιλήσαμε με ιδιοκτήτη Πει­ραϊκού καμπαρέ, για να μας πει τα προβλήματα που υπάρχουν καθώς και το πρόγραμμα που παρουσιάζεται. Είπε: «Κά­νουμε μια προσπάθεια τελευ­ταία, να παρουσιάσουμε όσο το δυνατόν καλύτερο πρό­γραμμα, για να έρθουν στο μαγαζί μας, εκτός από ναυτι­κούς κι άλλοι για να διασκεδά­σουν. Έχουμε λαϊκό πρόγραμμα και οι τιμές στα ποτά μας είναι χαμηλές. Έχουμε αρκε­τά προβλήματα και τα καμπα­ρέ δεν γεμίζουν όπως άλλες εποχές. Έτσι ο «τζίρος» μας είναι μικρός. Αποτέλεσμα, να έχουν κλείσει αρκετά καμπα­ρέ, που παλιότερα έκαναν χρυσές δουλειές. Πιστεύω ότι σύντομα, με το ωραίο πρό­γραμμα που παρουσιάζουν όλα τα καμπαρέ του Πειραιά, οι δουλειές μας θα αυξηθούν, με την προσέλκυση κι άλλων -εκτός των ναυτικών - που τους αρέσει η ψυχαγωγία.
Μπορεί τα «σπίτια» να έκλεισαν, να λιγόστεψαν τα καμπαρέ, όμως η φήμη κι ο φόβος έμεινε:
Ενας Θεσσαλονικιός, ο Θανάσης Π. που επισκέφθηκε την περιοχή το 1989, όταν διορίστηκε δικαστικός αντιπρόσωπος στις εκλογές σημειώνει:
«Κάνοντας μια βόλτα πίσω από το Πρωτοδικείο στη Σκουζέ, είδα ένα βαμμένο κατακόκκινο μαγαζί. Δεν ήταν αυτό που νομίζετε και νόμιζα κι εγώ αρχικά. Ηταν κέντρο διασκέδασης, "οικογενειακό" έγραφε μάλιστα !!! Εκεί τραγουδούσε πλέον ο Γιώργος Ζαμπέτας, λίγο πριν πεθάνει, στην Τρούμπα. Ηταν μέρα όταν πέρασα απ΄έξω, παρόλα αυτά μ' έπιασε φόβος, καθότι: "Πέντε μάγκες στον Περαία....."
ΒΑΣΙΛΗΣ Π. ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ-Δημοσιογράφος -ερευνητής